lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επεισόδιο στα βουλγαρικά

Λέξη:
επεισόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (5):
епизод, злополука, падеж, случай, събитие
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά επεισόδιο, επεισόδιο νίκολσον, επεισόδιο κάτω παρταλι, επεισόδιο 99 μπρουσκο, επεισόδιο 98 μπρουσκο, επεισόδιο 93 μπρουσκο, επεισόδιο στα βουλγαρικά, епизод στα ελληνικά
επεισόδιο στα βουλγαρικά