lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επεισόδιο στα πορτογαλικά

Λέξη:
επεισόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acidente, acontecimento, acrescimento, azar, caso, episodio, evento, incidente, lance, sinistro, sucedido, vez
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επεισόδιο, επεισόδιο νίκολσον, επεισόδιο κάτω παρταλι, επεισόδιο 99 μπρουσκο, επεισόδιο 98 μπρουσκο, επεισόδιο 93 μπρουσκο, επεισόδιο στα πορτογαλικά, acidente στα ελληνικά
επεισόδιο στα πορτογαλικά