ιππικό στα αγγλικά ιππικό στα τσεχική ιππικό στα γερμανικά ιππικό στα δανική ιππικό στα ισπανικά ιππικό στα γαλλικά ιππικό στα ιταλικά ιππικό στα νορβηγικά ιππικό στα ρωσικά ιππικό στα λευκορωσίας ιππικό στα ουγγρική ιππικό στα σλοβακική ιππικό στα ουκρανικά ιππικό στα πολωνική
ψεύτικος στα ουκρανικά καυστικός στα ουγγρική συσσωρεύω στα νορβηγικά δανείζω στα γερμανικά δίγαμος στα ισπανικά
καυστικός σημασία δανείζω ρήμα συσσωρεύω συνώνυμα ψεύτικοσ κόσμοσ ο δίγαμος