lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καυστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acrimonious, catty, caustic, peppery, phantom, scathing, slashing, snappy, vicious, virulent, vitriolic, waspish
καυστικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jedovatý, jízlivý, kousavý, leptavý, ostrý, peprný, prudký, sžíravý, uštěpačný, virulentní, žíravina, žíravý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anzüglich, gehässig, giftig, kaustisch, spöttisch, virulent, ätzend
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
spydig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cáustico, mordaz, virulento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caustique, dent, mordant, sarcastique, virulent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
virulento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spydig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вирулентный, едкий, каустический, язвительный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
argsint
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärkevä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
maró, virulens
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
burlona, cáustico, mordaz, virulento
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
jedovatý, žieravý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гострий, грубий, дошкульний, злобливий, злобний, ошпарення, стрілоподібний, сірчистий, укус, уїдливий, характерний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kaustyczny, zjadliwy

Σχετικές λέξεις

καυστικός συνώνυμο, καυστικός συνώνυμα, καυστικόσ πόνοσ στα πόδια, καυστικός πόνος, καυστικός λεξικό, καυστικόσ αγγλικα, καυστικός σημασία