lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μερίδιο στα βουλγαρικά

Λέξη:
μερίδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
порция, участие
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά μερίδιο, μερίδιο των αγγέλων, μερίδιο αγοράς σταθερής τηλεφωνίας, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2013, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2012, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2011, μερίδιο στα βουλγαρικά, порция στα ελληνικά
μερίδιο στα βουλγαρικά