αιτιατική στα αγγλικά αιτιατική στα τσεχική αιτιατική στα γερμανικά αιτιατική στα δανική αιτιατική στα ισπανικά αιτιατική στα νορβηγικά αιτιατική στα σουηδικά αιτιατική στα φινλανδικά αιτιατική στα λιθουανική αιτιατική στα πορτογαλικά αιτιατική στα πολωνική
ανήσυχος στα γαλλικά ξύλο στα ουκρανικά τιμωρώ στα ουγγρική ραντίζω στα ιταλικά οξυγόνο στα ουκρανικά
τιμωρώ συνώνυμο οξυγόνο στο αίμα φυσιολογικές τιμές ανήσυχος ύπνος νεογέννητου ξύλο mdf