lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τιμωρώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
castigate, chasten, chastise, correct, discipline, penalize, punish, scourge
τιμωρώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
korigovat, kárat, napravit, opravit, opravovat, penalizovat, pokutovat, pokárat, potrestat, trestat, tříbit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestrafen, korrigieren, strafen, züchtigen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
afstraffe, korrigere, rette, straffe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
castigar, corregir, escarmentar, penar, reprimir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
châtier, condamner, corriger, punir, pénaliser, récompenser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
castigare, correggere, emendare, penalizzare, punire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avstraffa, avstraffe, bestraffa, korrigere, refse, straffa, straffe, tukte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исправлять, карать, наказать, наказывать, покарать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avstraffa, bestraffa, näpsa, straffa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dënoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коригирам
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
загадваць, караць, наказваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurittaa, oikoa, rangaista
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kazniti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
büntetni, fenyíteni, megbüntet, megbüntetni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
castigar, corrigir, penar, punir
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
popraviti
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
trestať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бийте, дисциплінуйте, карайте, карати, надходити, наставати, настати, обстріляйте, покарайте, покарати, походити, прибувати, прибути, прийти, приходити, приходиться, приїжджати, приїздити, приїхати, штрафуйте
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
karać, ukarać

Σχετικές λέξεις

τιμωρώ συνώνυμο, τιμωρώ ετυμολογία