lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τιμωρώ στα ουγγρική

Λέξη:
τιμωρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
büntetni, fenyíteni, megbüntet, megbüntetni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τιμωρώ, τιμωρώ συνώνυμο, τιμωρώ ετυμολογία, τιμωρώ στα ουγγρική, büntetni στα ελληνικά
τιμωρώ στα ουγγρική