lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαρκώ στα γερμανικά

Λέξη:
διαρκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
andauern, anhalten, beharren, bestehen, dauern, gedauert, halten, währen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διαρκώ, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ κλίση, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα γερμανικά, andauern στα ελληνικά
διαρκώ στα γερμανικά