lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαρκώ στα δανική

Λέξη:
διαρκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
bestå, fortsætte, fortsatte, pågå, vare, vedvare
Σχετικές λέξεις:
δανική διαρκώ, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ κλίση, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα δανική, bestå στα ελληνικά
διαρκώ στα δανική