lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαρκώ στα τσεχική

Λέξη:
διαρκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
bydlet, držet, pokračovat, setrvat, stát, trvat, vydržet, vytrvat, zůstat, zůstávat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διαρκώ, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ κλίση, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα τσεχική, bydlet στα ελληνικά
διαρκώ στα τσεχική