lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευλύγιστος στα γερμανικά

Λέξη:
ευλύγιστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
anpassungsfähig, anschmiegsam, biegsam, biegsamen, dehnbar, elastisch, federnd, flexibel, folgsam, gefügig, geschmeidig, schmiegsam
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ευλύγιστος, ευλύγιστος συνώνυμα, ευλύγιστος συνωνυμο, ευλύγιστος στα γερμανικά, anpassungsfähig στα ελληνικά
ευλύγιστος στα γερμανικά