lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα γερμανικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (19):
abteil, abteilung, division, einteilung, filiale, intervall, kommando, scheitel, segmentierung, sektion, spaltung, teilung, trupp, truppe, verteilung, zellteilung, zweig, zweigniederlassung, zwischenraum
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα γερμανικά, abteil στα ελληνικά
μεραρχία στα γερμανικά