καρφώνω στα αγγλικά καρφώνω στα τσεχική καρφώνω στα δανική καρφώνω στα ισπανικά καρφώνω στα γαλλικά καρφώνω στα ιταλικά καρφώνω στα νορβηγικά καρφώνω στα ρωσικά καρφώνω στα πολωνική
μονός στα γερμανικά πούδρα στα νορβηγικά επαφή στα σλοβακική υπακούω στα γαλλικά πιάνω στα τσεχική
υπακούω συνώνυμο μονός δισκοβραχίονας πούδρα clinique τιμες πιάνω τον μάη επαφή συνώνυμα