καρφώνω στα αγγλικά καρφώνω στα τσεχική καρφώνω στα γερμανικά καρφώνω στα δανική καρφώνω στα ισπανικά καρφώνω στα γαλλικά καρφώνω στα ιταλικά καρφώνω στα ρωσικά καρφώνω στα πολωνική
πλέω στα νορβηγικά σκληρός στα δανική χειραφέτηση στα ουκρανικά δυσφημώ στα νορβηγικά ανάβω στα γερμανικά
πλέω αρχικοί χρόνοι χειραφέτηση γυναικας σκληρός δίσκος για laptop ανάβω φωτιά δυσφημώ ή δυσφημίζω