lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλησιάζω στα γερμανικά

Λέξη:
πλησιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
ankommen, anreisen, eingehen, kommen, nahen, nähern, zugehen, zukommen, genähert
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πλησιάζω, πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω στα γερμανικά, ankommen στα ελληνικά
πλησιάζω στα γερμανικά