lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλησιάζω στα τσεχική

Λέξη:
πλησιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
blížení, dojet, dospět, nastat, přibližovat, přibližování, přiblížení, přiblížit, přicestovat, přijet, přijít, přijíždět, přiletět, přistoupit, přístup
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πλησιάζω, πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω στα τσεχική, blížení στα ελληνικά
πλησιάζω στα τσεχική