lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλησιάζω στα ρωσικά

Λέξη:
πλησιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
надвигать, прибывать, приходить, приближать, сближать, приблизить, сблизить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πλησιάζω, πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω στα ρωσικά, надвигать στα ελληνικά
πλησιάζω στα ρωσικά