lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακίνητος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dead, immobile, immovable, motionless, nodded, quiescent, static, stationary, still
ακίνητος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
imobilní, nehybný, nehybně, nemovitý, nepohyblivý, nepojízdný, neposuvný, neživý, stabilní, stacionární, stojatý, stálý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regungslos, starr, still, unbeweglich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bomstille, ubevægelig, urørlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fijo, inmueble, inmóvil, quieto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dormant, fixe, immeuble, immobile, immobilier, stationnaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fermo, fisso, immobile, inerte
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bomstille, ubevegelig, urørlig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неподвижный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
orörlig
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinteä, liikkumaton
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megmozdíthatatlan
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quieto
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nieruchomy

Σχετικές λέξεις

ακίνητος συνώνυμα, ακίνητος λογαριασμός, ακίνητος χορός, ακίνητοσ στου ποταμού την κοίτη, ακίνητοσ άντρασ, ακίνητος συνωνυμο, ο ακίνητος, στάσου ακίνητος