lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ίνδαλμα στα δανική

Λέξη:
ίνδαλμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
ås, gud, idol
Σχετικές λέξεις:
δανική ίνδαλμα, το ίνδαλμα, ίνδαλμα συνώνυμο, ίνδαλμα στα δανική, ås στα ελληνικά
ίνδαλμα στα δανική