lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ίνδαλμα στα ουκρανικά

Λέξη:
ίνδαλμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
вал, кумир, бог
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ίνδαλμα, το ίνδαλμα, ίνδαλμα συνώνυμο, ίνδαλμα στα ουκρανικά, вал στα ελληνικά
ίνδαλμα στα ουκρανικά