lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδεικνύω στα δανική

Λέξη:
αποδεικνύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (17):
anføre, anvise, argumentere, bevise, demonstrere, forevise, forske, forsøge, fremture, kommandere, lede, prøve, se, smage, syne, teste, vise
Σχετικές λέξεις:
δανική αποδεικνύω, αποδεικνύω συνώνυμο, αποδεικνύω συνώνυμα, αποδεικνύω στα αγγλικα, αποδεικνύω κλιση, αποδεικνύω ετυμολογια, αποδεικνύω στα δανική, anføre στα ελληνικά
αποδεικνύω στα δανική