lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρυκεύω στα δανική

Λέξη:
καρυκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
beta, mariner, sylte
Σχετικές λέξεις:
δανική καρυκεύω, καρυκεύω στα δανική, beta στα ελληνικά
καρυκεύω στα δανική