καρυκεύω στα αγγλικά καρυκεύω στα τσεχική καρυκεύω στα γερμανικά καρυκεύω στα ισπανικά καρυκεύω στα γαλλικά καρυκεύω στα νορβηγικά καρυκεύω στα ρωσικά καρυκεύω στα σουηδικά καρυκεύω στα φινλανδικά καρυκεύω στα πορτογαλικά καρυκεύω στα πολωνική
σύλληψη στα νορβηγικά αφοσίωση στα αγγλικά έντεκα στα ρωσικά προσεκτικός στα τσεχική αλκοολικός στα πολωνική
αφοσίωση εργαζομένων σύλληψη γριβέα προσεκτικός στα αγγλικά έντεκα μαρούσι αλκοολικόσ τίτλοσ