καρυκεύω στα αγγλικά καρυκεύω στα τσεχική καρυκεύω στα γερμανικά καρυκεύω στα δανική καρυκεύω στα ισπανικά καρυκεύω στα γαλλικά καρυκεύω στα νορβηγικά καρυκεύω στα ρωσικά καρυκεύω στα σουηδικά καρυκεύω στα φινλανδικά καρυκεύω στα πορτογαλικά
σκληρός στα λιθουανική κράτος στα αγγλικά παίρνω στα τσεχική δίπλωμα στα σουηδικά τρίβω στα αγγλικά
τρίβω στα αγγλικά σκληρός δίσκος laptop κράτος κοινωνία εργασία στη μεταπολεμική ελλάδα παίρνω την ευθύνη δίπλωμα μηχανής