lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρυκεύω στα ρωσικά

Λέξη:
καρυκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καρυκεύω, καρυκεύω στα ρωσικά, заправлять στα ελληνικά
καρυκεύω στα ρωσικά