lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κενό στα δανική

Λέξη:
κενό (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
blank, doven, egennyttig, f, forfængelig, forgæves, hul, lens, tom, udørken, vakuum, øde, ørken, ørkesløs
Σχετικές λέξεις:
δανική κενό, κενό τουρκικό εφίππιο, κενό σύνολο, κενό ρεκ, κενό μόρφημα, κενό επίθημα, κενό στα δανική, blank στα ελληνικά
κενό στα δανική