lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κενό στα γερμανικά

Λέξη:
κενό (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (22):
eitel, erledigung, fruchtlos, gehaltlos, hohl, hohlraum, inhaltslos, leer, leere, leeren, müßig, nichtig, steril, taub, unfruchtbar, vakuum, vergebens, vergeblich, wüst, wüste, zwecklos, öde
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κενό, κενό τουρκικό εφίππιο, κενό σύνολο, κενό ρεκ, κενό μόρφημα, κενό επίθημα, κενό στα γερμανικά, eitel στα ελληνικά
κενό στα γερμανικά