lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κορμός στα δανική

Λέξη:
κορμός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
bul, bål, krop, kroppe, legeme, skov, stam, stamme, stubbe, torso, trestamme
Σχετικές λέξεις:
δανική κορμός, κορμός συνταγή, κορμός σοκολάτας μωσαϊκό, κορμός σοκολάτας, κορμός παρλιαρος, κορμός νηστίσιμος, κορμός στα δανική, bul στα ελληνικά
κορμός στα δανική