lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νύξη στα δανική

Λέξη:
νύξη (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
antydning, anvisning, hentydning, henvisning, hint, kanyle, nål, tips, vink, viser, ymt
Σχετικές λέξεις:
δανική νύξη, νύξη συνώνυμο, νύξη συνώνυμα, νύξη σημασια, νύξη λεξικό, νυξη ετυμολογία, νύξη στα δανική, antydning στα ελληνικά
νύξη στα δανική