lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλάνθαστος στα ουκρανικά

Λέξη:
αλάνθαστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
згубний, неминучий, смертельний, фатальний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αλάνθαστος, ουδείς αλάνθαστος, αλάνθαστοσ συνώνυμα, αλάνθαστος στα ουκρανικά, згубний στα ελληνικά
αλάνθαστος στα ουκρανικά