lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαπανηρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
δαπανηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
caro, querido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δαπανηρός, δαπανηρός στα πορτογαλικά, caro στα ελληνικά
δαπανηρός στα πορτογαλικά