lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διαρρηγνύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burgle
διαρρηγνύω
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einbrechen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
forzar, violentar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cambrioler
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
урывацца
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
betörni
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вламуватися, уламуватися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
włamywać

Σχετικές λέξεις

διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου, διαρρηγνύω κλιση, διαρρηγνύω συνωνυμα, διαρρηγνύω ετυμολογία, διαρρηγνύω τα ιμάτια, διαρρηγνύω ιμάτια, διαρρηγνύω λεξικό, διαρρηγνύω αγγλικα