lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διμερής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bilateral, mutual, reciprocal
διμερής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bilaterální, dvojstranný, oboustranný, reciproční, vzájemný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beiderseitig, beidseitig, gegenseitig, gemeinsam, reziprok, wechselseitig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dobbeltsidig, fælles, gensidig, tosidig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bilateral, mutuo, recíproco
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bilatéral, opisthographe, réciproque
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reciproco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dobbeltsidig, innbyrdes, tosidig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взаимный, двусторонний
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ömsesidig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
двухбаковы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskinäinen, molemminpuolinen, vastavuoroinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obostran
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
inverz, kétoldali, reciprok
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
bendras
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bilateral, mutuo, mútuo, recíproco
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двосторонній
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obustronny

Σχετικές λέξεις

διμερής σύμβαση ελλάδας κύπρου, διμερής μορφή στη μουσική, διμερής γράφος, διμερής συνεργασία ελλάδα τουρκία, διμερήσ ε τ συνεργασία ελλάδασ ισραήλ, διμερής σύμβαση, διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης, διμερής συνεργασία ελλάδα γερμανία, διμερής τιμολόγηση, διμερής σύμβαση ελλάδας καναδά