lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εγκάρδιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cardiac, cordial, crony, heartiest, hearty, intimate, open-hearted, openhearted, warm, warm-hearted, whole-hearted, wholehearted
εγκάρδιος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důvěrný, intimní, laskavý, přívětivý, srdečný, vlídný, vřelý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemütlich, herzlich, innig, intim, liebevoll, vertraut, warmherzig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hjertelig, inder, inderlig, varm
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afectuoso, bondadoso, caluroso, cordial, íntimo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accueillant, action, affectif, affectueux, chaleureux, cordial, intime
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accogliente, affettuoso, caloroso, cordiale, intimo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjertelig, inder, inderlig, kjærlig, varm
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
близкий, задушевен, задушевный, интимный, радушен, радушный, сердечный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjärtlig, innerlig, kordiał, tillgiven
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сардэчны, шчыры
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
südamlik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herttainen, läheinen, lämmin
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
srdačan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szeretetteljes, szívélyes
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
šiltas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afável, cordial, familiar, particular, íntimo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вид, добрий, привітний, різновид, сердечний, серцева, серцеве, серцевий, сорт, тип
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
serdeczny

Σχετικές λέξεις

εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά