lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκάρδιος στα ρωσικά

Λέξη:
εγκάρδιος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
близкий, задушевен, задушевный, интимный, радушен, радушный, сердечный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εγκάρδιος, εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος στα ρωσικά, близкий στα ελληνικά
εγκάρδιος στα ρωσικά