σαρανταποδαρούσα στα αγγλικά σαρανταποδαρούσα στα γερμανικά σαρανταποδαρούσα στα ισπανικά σαρανταποδαρούσα στα γαλλικά σαρανταποδαρούσα στα ρωσικά σαρανταποδαρούσα στα ουγγρική σαρανταποδαρούσα στα σλοβακική σαρανταποδαρούσα στα πολωνική
απλός στα νορβηγικά πλούσιος στα γαλλικά έθιμο στα τσεχική έμπορος στα γαλλικά περίοδος στα ισπανικά
απλός έρπητας έθιμο αποκριάς περίοδος καθυστέρηση πλούσιος μπαμπάς φτωχός μπαμπάς έμποροσ ανθρωπίνων οργάνων