σαρανταποδαρούσα στα αγγλικά σαρανταποδαρούσα στα γερμανικά σαρανταποδαρούσα στα γαλλικά σαρανταποδαρούσα στα ρωσικά σαρανταποδαρούσα στα εσθονική σαρανταποδαρούσα στα ουγγρική σαρανταποδαρούσα στα σλοβακική σαρανταποδαρούσα στα πολωνική
ένας στα ουγγρική φαρδύς στα σουηδικά βοηθός στα τσεχική άκαρπος στα ρωσικά βοδινό στα γερμανικά
βοδινό κρέας φαρδύς πληθυντικός βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας ένας εχθρός του λαού άκαρπος πλειστηριασμός