ευεργετικός συνώνυμο, ευεργετικός συνώνυμα, ευεργετικός υπολογισμός ποινής, ευεργετικός αντώνυμο, ευεργετικός στα αγγλικά
γένια παράδοση περιοχή πηγαίνω κωμικός δάσκαλος αξιοσημείωτος ανήσυχος δυσφημώ εντύπωση χωριστός εμψυχώνω πρόβλεψη μεταρρυθμίζω κατάλοιπο περιγραφή δύσκολος κουβαλώ εχθρός δείχνω