lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κουβαλώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carry, convex, motor, wheel
κουβαλώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dopravit, dopravovat, kutálet, odvézt, otáčet, pojíždět, přepravovat, unést, vozit, vézt
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einfahren, fahren, führen, übertragen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
føre, køre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llevar, rodar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charrier, conduire, rouler, transporter, voiturer, véhiculer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trasportare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
føre, kaura, kjøre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возить, катать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
köra
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viedä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
voziti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hordani, szállítani, vinni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
levar, rodar, transportar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wieźć, wozić

Σχετικές λέξεις

κουβαλώ συνώνυμα, ονειροκριτης κουβαλαω