lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ευνουχίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
castrate, emasculate, geld
ευνουχίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kastrovat, vykastrovat, vykleštit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kastrieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gjalde, kastrere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capar, castrar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bistourner, bretauder, castrer, châtrer, hongrer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
castrare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjelde, kastrere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выхолащивать, кастрировать, холостить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kastrera
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ivartalanít
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capar, castrar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kastrować

Σχετικές λέξεις

ευνουχίζω λεξικο