ευνουχίζω στα αγγλικά ευνουχίζω στα τσεχική ευνουχίζω στα γερμανικά ευνουχίζω στα δανική ευνουχίζω στα ισπανικά ευνουχίζω στα γαλλικά ευνουχίζω στα ιταλικά ευνουχίζω στα ρωσικά ευνουχίζω στα σουηδικά ευνουχίζω στα ουγγρική ευνουχίζω στα πορτογαλικά ευνουχίζω στα πολωνική
νεοσύλλεκτος στα αγγλικά πράξη στα ουκρανικά μάχη στα ρουμανική καταλαβαίνω στα πολωνική μονός στα πορτογαλικά
καταλαβαίνω οικονομόπουλος νεοσύλλεκτος αγγλικα μάχη των πλαταιών μονός δισκοβραχίονας πράξη αναλογισμού