μοιχός στα αγγλικά μοιχός στα τσεχική μοιχός στα γερμανικά μοιχός στα γαλλικά μοιχός στα ρωσικά μοιχός στα πορτογαλικά μοιχός στα πολωνική
κλειδί στα φινλανδικά διευθύνω στα ουκρανικά εργατικός στα αγγλικά περιουσία στα ισπανικά συγχωρώ στα τσεχική
συγχωρώ αλλά δεν ξεχνώ εργατικόσ συνώνυμο περιουσία ωνάση κλειδί κουμπαρά ττ διευθύνω αόριστοσ