lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα ισπανικά

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (17):
adquisición, atributo, bienes, bolsa, caudal, cualidad, finca, fortuna, haber, heredad, patrimonio, peculiaridad, pertenencia, posesión, propiedad, tierra, virtud
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα ισπανικά, adquisición στα ελληνικά
περιουσία στα ισπανικά