lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμβλύνω στα ιταλικά

Λέξη:
αμβλύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
affievolire, annacquare, attenuare, debilitare, fiaccare, indebolire, infiacchire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αμβλύνω, αμβλύνω συνώνυμο, αμβλύνω ορισμός, αμβλύνω μεταφραση, αμβλύνω βικιλεξικο, αμβλύνω αντωνυμο, αμβλύνω στα ιταλικά, affievolire στα ελληνικά
αμβλύνω στα ιταλικά