lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμβλύνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αμβλύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
amortizar, atenuar, debilitar, diminuir, embotar, enervar, extenuar, mitigar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αμβλύνω, αμβλύνω συνώνυμο, αμβλύνω ορισμός, αμβλύνω μεταφραση, αμβλύνω βικιλεξικο, αμβλύνω αντωνυμο, αμβλύνω στα πορτογαλικά, amortizar στα ελληνικά
αμβλύνω στα πορτογαλικά