lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσθετο στα ιταλικά

Λέξη:
πρόσθετο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
accessorio, addizione, aggiunta, appendice, aumento, completamento, giunta, incremento, indennità, somma, supplemento
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πρόσθετο, πρόσθετο συνώνυμα, πρόσθετο πρωτόκολλο εσδα, πρόσθετο πετρελαίου, πρόσθετο μολύβδου, πρόσθετο μέρισμα, πρόσθετο στα ιταλικά, accessorio στα ελληνικά
πρόσθετο στα ιταλικά