lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσθετο στα ουκρανικά

Λέξη:
πρόσθετο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
анексувати, вершник, висновок, добавка, добавлення, додавання, додання, додаток, доповнення, збільшення, помічник, поправка, поширення, придаток, приналежність, приріст, приєднати, приєднувати, підсилення, підсилювання, розширення, супровід
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πρόσθετο, πρόσθετο συνώνυμα, πρόσθετο πρωτόκολλο εσδα, πρόσθετο πετρελαίου, πρόσθετο μολύβδου, πρόσθετο μέρισμα, πρόσθετο στα ουκρανικά, анексувати στα ελληνικά
πρόσθετο στα ουκρανικά