lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσθετο στα πορτογαλικά

Λέξη:
πρόσθετο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acessório, acréscimo, adiciona, adição, agregado, anexo, apêndice, aumento, complemento, emenda, subsidio, suplemento
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πρόσθετο, πρόσθετο συνώνυμα, πρόσθετο πρωτόκολλο εσδα, πρόσθετο πετρελαίου, πρόσθετο μολύβδου, πρόσθετο μέρισμα, πρόσθετο στα πορτογαλικά, acessório στα ελληνικά
πρόσθετο στα πορτογαλικά