lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τέχνασμα στα ιταλικά

Λέξη:
τέχνασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (18):
abilità, accortezza, arnese, arte, astuzia, brano, destrezza, furberia, gioco, indirizzo, maestria, parte, perizia, pezza, pezzo, recapito, scaltrezza, trucco
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τέχνασμα, τέχνασμα του θεμιστοκλή, τέχνασμα συνώνυμο, τέχνασμα συνωνυμο, τέχνασμα fourier, τέχνασμα στα ιταλικά, abilità στα ελληνικά
τέχνασμα στα ιταλικά