lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τέχνασμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
τέχνασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (21):
agilidade, arte, artificio, bocado, capacidade, despachado, destino, destreza, endereço, fragmento, industria, naco, parte, pedaço, primor, sobrescrito, soltura, tino, treta, troco, truque
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τέχνασμα, τέχνασμα του θεμιστοκλή, τέχνασμα συνώνυμο, τέχνασμα συνωνυμο, τέχνασμα fourier, τέχνασμα στα πορτογαλικά, agilidade στα ελληνικά
τέχνασμα στα πορτογαλικά